ἀκατανόητοι

ἀκατανόητοι
ἀκατανόητος
inconceivable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιβυλλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη Σίβυλλα: Οι σιβυλλικοί χρησμοί ήταν ακατανόητοι. 2. μτφ., προφητικός, μυστηριώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”